τεκτονόχειρ

τεκτονόχειρ
τεκτονόχειρ, gen. χειρος, , ,
A with the hand of a τέκτων, Orph. Fr.179.

Greek-English dictionary (Αγγλικά Ελληνικά-λεξικό). 2014.

Игры ⚽ Поможем сделать НИР

Look at other dictionaries:

  • τεκτονόχειρ — ος, ὁ, ἡ, Α αυτός που έχει χέρια ξυλουργού. [ΕΤΥΜΟΛ. < τέκτων, ονος + χειρ (< χείρ, χειρός), πρβλ. ἀνθρωπό χειρ] …   Dictionary of Greek

  • χειρ — η / χείρ, χειρός, ΝΜΑ, και χείρα Ν, και αιολ. τ. χήρ Α 1. το χέρι 2. (ιδίως) το άκρο χέρι 3. συνεκδ. το άτομο τού οποίου το χέρι έκανε κάτι (α. «χειρ Χριστόδουλου Καλλέργη» ο εικονογράφος Χριστόδουλος Καλλέργης β. «χειρ δ ὁρᾷ τὸ δράσιμον», Αισχύλ …   Dictionary of Greek

Share the article and excerpts

Direct link
Do a right-click on the link above
and select “Copy Link”